- μελοκόπησις
- μελο-κόπησις, εως, ἡ,A mutilation, Procl.Par.Ptol.280.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελοκόπησις — μελοκόπησις, ἡ (Α) [μελοκοπώ] η αποκοπή τών μελών, ο ακρωτηριασμός … Dictionary of Greek
μελοκοπία — μελοκοπία, ἡ (Α) [μελοκόπος] η μελοκόπησις* … Dictionary of Greek